- φαρμακεμπορείο(ν)
- το оптовый магазин аптекарских товаров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακεμπορείο — το, Ν (παλ. τ.) κατάστημα χονδρικής πώλησης φαρμάκων και άλλων χημικών ειδών, φαρμακαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών] … Dictionary of Greek
φαρμακεμπορείο — το κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμάκων ή και διάφορων φαρμακευτικών και χημικών υλών, η φαρμακαποθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακαποθήκη — η 1. αποθήκη φαρμάκων. 2. κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμακευτικών και χημικών ειδών, το φαρμακεμπορείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)